ουροτροπίνη

ουροτροπίνη
Ονομασία με την οποία δηλώνεται στη φαρμακολογία η εξαμεθυλενοτετραμίνη, οργανική ένωση, χημικού τύπου (CH^6N4- στο μόριό της περιέχει έξι μεθυλικές ρίζες (= CHz) που συνδέονται με τέσσερα άτομα αζώτου. Την παρασκεύασε για πρώτη φορά ο Μπούτλερωφ το 1860 δια κατεργασίας του πολυοξυμεθυλένιου με αμμωνία. Λευκή κρυσταλλική σκόνη, άοσμη, διαλυτή στο νερό, που διασπάται ελευθερώνοντας φορμαλδεΰδη· γι’ αυτή της την ιδιότητα χρησιμοποιείται στην ιατρική ως αντισηπτικό των ουροφόρων οδών. Την ίδια χρήση έχει ένα παραγωγό της, η ελμιτόλη. Η ο. παρασκευάζεται μετά από συμπύκνωση της φορμαλδεϋδης σε υδατικό αμμωνιακό διάλυμα. Με τη δράση του ατμίζοντος νιτρικού οξέος επί της ο., παρουσία νιτρικού αμμώνιου και οξικού ανυδρίτη, λαβαίνεται μια ισχυρή εκρηκτική ουσία που ονομάζεται κυκλωνίτης ή εξογόνο (RDX), η οποία χρησιμοποιήθηκε κατά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Η ο. χρησιμοποιείται και στη βιομηχανία ελαστικού ως επιταχυντικό της θείωσης, στην οργανική χημεία ως αντιδραστήριο: δια προσθήκης αλκυλικών αλογονίδιων και διαδοχικά αλκοόλυσης δίνει πρωτοταγείς αμΐνες (αντίδραση του Ντελεπίν).
* * *
η
(φαρμ.) άλλη ονομασία τής εξαμεθυλενοτετραμίνης ή εξαμίνης, φαρμακευτικού παρασκευάσματος που χρησιμοποιείται ως διουρητικό και αντισηπτικό τών ουροφόρων οδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urotropine (< ούρο + τροπίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμίνες — Χημικές ενώσεις, παράγωγα της αμμωνίας, με αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων του υδρογόνου με ισάριθμες αλκυλικές ή αρωματικές ρίζες: διακρίνονται συνεπώς σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς. Καθορίζονται επίσης ως αλειφατικές… …   Dictionary of Greek

  • νεοουροτροπίνη — η (φαρμ.) είδος αντιβιοτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. neourotropine (< νε[ο] * + ουροτροπίνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”